καταλύσιμος

καταλύσιμος
-η, -ο (AM καταλύσιμος, -ον) [κατάλυσις]
νεοελλ.-μσν.
(για τρόφιμα) εκείνος τού οποίου επιτρέπεται η κατάλυση* σε ημέρες νηστείας («το λάδι είναι καταλύσιμο όλα τα Σάββατα, εκτός τού Μεγάλου Σαββάτου»)
αρχ.
(για πράγματα) αυτός που πρέπει να καταλυθεί, να διαλυθεί, να αφανιστεί.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • καταλύσιμον — καταλύσιμος to be dissolved masc/fem acc sg καταλύσιμος to be dissolved neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”